- κειμηλίῳ
- κειμήλιονanything stored up as valuableneut dat sgκειμήλιοςtreasured upmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κειμηλιώ — κειμηλιῶ, όω (ΑΜ) [κειμήλιον] θέτω κατά μέρος, αποταμιεύω, αποθηκεύω … Dictionary of Greek
κειμηλίωσις — κειμηλίωσις, ἡ (Α) [κειμηλιώ] η φύλαξη και αποταμίευση των κειμηλίων … Dictionary of Greek